τιμωρίη

τιμωρίη
τῑμωρίη , τιμωρία
retribution
fem nom/voc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τιμωρία — η, ΝΜΑ, ιων. τ. τιμωρίη Α [τιμωρός] 1. ανταπόδοση κακού, εκδίκηση 2. ποινή που επιβάλλεται από την πολιτεία για πράξη που θίγει τους νόμους 3. η θεία δίκη που πλήττει αυτόν ο οποίος παρέβη τους γραπτούς και, κυρίως τους άγραφους κανόνες τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”